αμίμητος

αμίμητος
-η, -ο (Α ἀμίμητος, -ον)
1. αυτός, τον οποίο δεν μιμήθηκε ή δεν μπορεί να μιμηθεί κανείς
2. ανυπέρβλητος, ασυναγώνιστος, άφθαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερ. + μιμητός < μιμοῦμαι.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀμιμητόβιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αμίμητος — η, ο επίρρ. α αυτός τον οποίο δεν μπορεί κανείς να μιμηθεί, άφταστος, αξεπέραστος: Στα ανέκδοτα και τα καλαμπούρια ήταν αμίμητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμίμητος — ἀμί̱μητος , ἀμίμητος inimitable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμιμήτως — ἀμῑμήτως , ἀμίμητος inimitable adverbial ἀμῑμήτως , ἀμίμητος inimitable masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμίμητον — ἀμί̱μητον , ἀμίμητος inimitable masc/fem acc sg ἀμί̱μητον , ἀμίμητος inimitable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • APELLES — I. APELLES Cous, pictoreximius, ingemiô, et gratiâ, quam in se maxme iactabat, praestantissimus, voluminibus etiam apud Perseum discipulum editis, quae artis suae doctrinam continerent. Floruit Alexandri M. temporibus, qui ab illo tantum depingi… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -τος — παραγωγική κατάληξη επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη to , θεματική μορφή τής επέκτασης t (πρβλ. αρχ. ινδ. crutas, αβεστ. sruta , λατ. in clutus, ελλ. κλυτός). Η κατάληξη τος απαντά κυρίως …   Dictionary of Greek

  • αμιμητόβιος — ἀμιμητόβιος, ον (Α) αυτός, τού οποίου τον βίο δεν μπορεί κανείς να μιμηθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμίμητος + βίος] …   Dictionary of Greek

  • Γούντχαουζ, Πέλαμ Γκρένβιλ — (Sir Pelham Grenville Wodehouse, Γκίλφορντ 1881 – Λονγκ Άιλαντ 1975).Άγγλος συγγραφέας. Οι ήρωες των χιουμοριστικών μυθιστορημάτων του –καρικατούρες του αγγλοαμερικανικού κόσμου– είχαν επιτυχία πριν από τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο: ο Τζιβς, ο άψογος… …   Dictionary of Greek

  • Ουταμάρο — (Utamaro, Καουαγκόε, Μουσάσι 1753 – Έντο, σημερινό Τόκιο 1806). Ιάπωνας ζωγράφος και χαράκτης. Όπως ο Μορονόμπου, ο Χοκουζάι και άλλοι, ήταν και εικονογράφος βιβλίων επιστημονικών εκλαϊκευτικών ή ρομαντικής λογοτεχνίας, αλλά κυρίως ερωτικών.… …   Dictionary of Greek

  • Παντόπουλος, Ευάγγελος — (Αθήνα 1860 – 1913). Έλληνας ηθοποιός. Η πλούσια καλλιτεχνική του φύση και το πάθος του για το θέατρο εκδηλώθηκαν από την παιδική του ηλικία· εγκατέλειψε το γυμνάσιο και παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής στο Πολυτεχνείο και φωνητικής μουσικής στο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”